Ανθρώπινη βλακεία και εκλογές

(Ο βασικός κορμός αυτού του κειμένου γράφτηκε τον Δεκέμβρη του 2018, δηλαδή πολύ πριν τις εκλογές. Ομολογώ ότι στο μυαλό μου είχα συγκεκριμένα “μοντέλα”, κάποια εκ των οποίων αποδείχθηκαν εν τέλει εξαιρετικά επιτυχημένα στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτή η αβίαστη σύνδεση με την πραγματικότητα έκανε κάποιους φίλους και γνωστούς που το διάβασαν να με “συμβουλέψουν” με ποικίλους τρόπους να το κρατήσω στο συρτάρι ως πολύ αιχμηρό – αν και ο καθένας είχε ομολογουμένως άλλους ανθρώπους στο μυαλό του. Ένας ακόμα λόγος που το φύλαξα για τον εαυτό μου ως τώρα ήταν η μεγάλη του έκταση. Αλλά ο σημαντικότερος λόγος ήταν η πιθανότητα να παρεξηγηθώ ως ο δήθεν ξύπνιος που κοροϊδεύει τους άλλους. Ωστόσο, το να ανατέμνεις την ηλιθιότητα δεν σε κάνει αυτοδίκαια έξυπνο : ο αγώνας ενάντια στη βλακεία είναι καθημερινός και ξεκινά πρώτα από όλα από τον εαυτό μας. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι το να ασχοληθεί κανείς με την ηλιθιότητα δεν είναι ποτέ εκτός μόδας. Λίγα μερεμέτια στο αρχικό κείμενο και ιδού) :

Το 2019 με τις τριπλές του εκλογές έφυγε. Τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα καθώς και τα κοινωνικά δίκτυα μας βομβάρδισαν με άμεσα και έμμεσα προεκλογικά μηνύματα. Σκοπός προφανώς ήταν ο επηρεασμός των πολιτών – ψηφοφόρων την ώρα της κάλπης. Θεμιτά και αθέμιτα μέσα, ψεύδη, αερολογίες, υποσχέσεις, τσαμπουκάδες, συκοφαντίες, ψυχολογικός πόλεμος, καταστροφολογία, καπηλεία αξιών, η αποθέωση της εικόνας έναντι του περιεχομένου, όλα μπήκαν στο μίξερ και ο πολτός τους εκτινάχθηκε στα μούτρα μας χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Με ποια κριτήρια αποφασίσαμε το μέλλον μας για ακόμα μια φορά; Πως μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το σωστό από το λάθος; Το ουσιώδες από το επουσιώδες; Τον άξιο από τον ανάξιο;

Είναι, λοιπόν, οδυνηρά επίκαιρο σε τέτοιες συνθήκες, να σκύψουμε για λίγο πάνω στην ανθρώπινη βλακεία.

Από το πρωτοποριακό δοκίμιο του Ε. Λεμπέση «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω» (1941) μέχρι το πολιτικά στρατευμένο πλην όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον  «Η πολιτική σημασία του βλακός» (1992) του Ν.Α. Δασκαλόπουλου και από το διάσημο έργο του Carlo M. Cipolla “Δοκίμιο Περί Ανθρώπινης Βλακείας” (Allegro Ma Non Troppo,1995) στο ένοχα απολαυστικό «Εγχειρίδιο βλακείας» του Διον. Χαριτόπουλου (2008), η νοητική διαδρομή είναι παρόμοια και επιχειρεί να απαντήσει στα ίδια αγωνιώδη ερωτήματα:

• με ποιόν τρόπο επιδρούν οι βλάκες και η βλακεία στην εξέλιξη του είδους, των κοινωνιών και των ζωών των ανθρώπων;

• πώς αντιμετωπίζεται η βλακεία;

• και το σπουδαιότερο (που επιχειρεί να πραγματευτεί το παρόν): πώς αναγνωρίζουμε έναν βλάκα;

Κατ’ αρχήν, είναι σημαντικό να γίνει μία διευκρίνιση: όπως λέει ο Δασκαλόπουλος, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η κοινωνική διάσταση της βλακείας. Στον αντίποδα, ένας άνθρωπος που ατυχώς έχει χαμηλότερη νοημοσύνη λόγω βιολογικών ή/και περιβαλλοντικών λόγων δεν δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνος για την συμπεριφορά του. Στα μάτια του Νόμου δεν έχει καταλογισμό τυχόν πράξεων που μπορεί να βλάψουν τον εαυτό του ή το σύνολο. Επιπλέον, η κοινωνία οφείλει να τον προστατεύει και να του παρέχει την δυνατότητα ενός αξιοπρεπούς βίου εντάσσοντάς τον σε αυτήν. Όμως, το πραγματικό πρόβλημα της κοινωνίας είναι ο κοινωνικά βλάκας. Αυτός, που δεν προστατεύει ο Νόμος. Αυτός, που έχει τον καταλογισμό.

Η σχέση βλακείας και πολιτικής είναι άρρηκτη: δεν είναι μόνο οι επιλογές του λαού που διαχρονικά το επιβεβαιώνουν. Είναι και ότι ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός πολιτευόμενων είναι βλάκες ή στηρίζουν σε βλάκες την εκλογή τους ή προωθούν την αποβλάκωση του λεγόμενου δημόσιου βίου. Ο βλάκας που αποφασίζει να διεκδικήσει ψήφο και δημόσιο αξίωμα είναι πυρηνικό όπλο: διότι άλλο είναι το μέγεθος της ζημιάς στο σύνολο που μπορεί να επιφέρει ένας ηλίθιος μεμονωμένα και άλλο αυτό που μπορεί να κατορθώσει όταν η κοινωνία τον εκλέξει για να ηγείται.

Ποιά είναι όμως τα χαρακτηριστικά ενός βλάκα και δη ενός βλάκα στο χώρο της πολιτικής;

  • Σύμφωνα με τον τρίτο (και χρυσό) από τους θεμελιώδεις νόμους της ανθρώπινης βλακείας κατά τον Cippola, «ένα ηλίθιο άτομο είναι ένα πρόσωπο που προκαλεί ζημιά σε ένα άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζει κάποιο πλεονέκτημα για το ίδιο – πολλές φορές  μάλιστα το ίδιο υφίσταται μιά απώλεια». Εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά του βλάκα πολιτευόμενου σε σχέση με αυτόν που χειραγωγεί και ζημιώνει τους άλλους για να αποκομίσει προσωπικό όφελος – άλλο ένα είδος που διαθέτουμε σε αφθονία. Ο δεύτερος σύμφωνα με την θεωρία αποκαλείται «κακοποιός» (bandit), και στην ουσία ταυτίζεται με αυτούς τους πολιτικούς που ο λαός αποκαλεί «λαμόγια». Κατά τον Cippola, όμως, ο ηλίθιος είναι πιο επιζήμιος για το σύνολο απ’ ό,τι ο κακοποιός. Επιπλέον, οι δόλιες πράξεις του κακοποιού είναι προβλέψιμες αφού καθορίζονται από μία λογική – διεστραμμένη μεν, λογική δε. Εξ ου και είναι αντιμετωπίσιμος. Οι πράξεις του βλάκα όμως είναι απρόβλεπτες. Άρα, ο βλάκας δεν αντιμετωπίζεται. Ο βλάκας πολιτικός με μία άστοχη πράξη ή δήλωση μπορεί σε μία στιγμή να διαλύσει ακόμα και δικούς του κόπους χρόνων, να χύσει την καρδάρα με το γάλα. Μπορεί, εκτός της καταστροφής στην κοινωνία να γίνει και αυτοκαταστροφικός – απλά με το να είναι ο εαυτός του.
  • Γράφει ο Cippola στον δεύτερο νόμο της βλακείας: «η πιθανότητα να είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ηλίθιο είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ίδιου προσώπου». Πλούσιος ή φτωχός, αστός ή χωρικός, με πτυχία / μεταπτυχιακά / διδακτορικά / γαλλικά / πιάνο ή χωρίς, ευφραδής ή αμίλητος, επικοινωνιακός ή αγγούρι όρθιο, εμφανίσιμος  ή μη, νέος ή ηλικιωμένος, δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που να προδίδει τον βλάκα πολιτευόμενο – παρά μόνο η συμπεριφορά του. Ως γνωστόν, άλλωστε, την Ελλάδα την χρεοκόπησαν οι γόνοι των καλύτερων οικογενειών, οι ανθοί με τα πιο σπουδαία πτυχία. Και πλην των «κακοποιών» πολιτικών που κοίταξαν στεγνά το συμφέρον τους, υπήρξαν και αρκετοί που ήταν απλά ηλίθιοι.
  • Ο Δασκαλόπουλος, συνοψίζοντας τις πλατωνικές απόψεις για την ιδανική Πολιτεία, επισημαίνει ότι ο πολιτικός πρέπει να είναι πνεύμα ευρύ και συνοπτικό, να αντιλαμβάνεται την αξία και την πολυπλοκότητα της αλληλεπίδρασης των μελών και των επιμέρους συστατικών της κοινωνίας. Δηλαδή, να μπορεί να διακρίνει την συνολική εικόνα. Στον αντίποδα, ο βλάκας έχει μία αποσπασματική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Και πάντα θεωρεί ότι η θέση του, η επιρροή του, ο επαγγελματικός του χώρος είναι στο κέντρο της σπουδαιότητας για την κοινότητα. Ο βλάκας πολιτικός θεωρεί ότι γνωρίζοντας ικανοποιητικά τον επαγγελματικό του τομέα μπορεί να λειτουργήσει επιτυχημένα σε έναν Δήμο, στην βουλή, σε ένα υπουργείο. Η σκληρή αλήθεια όμως είναι ότι αδυνατεί πλήρως να αντιληφθεί το αντικείμενο και την σημασία της εργασίας των άλλων και να τους συντονίσει. Οπότε αναλαμβάνοντας ένα υψηλό καθήκον, αργά ή γρήγορα θα τα κάνει σαλάτα.
  • Κατά την διάσημη παρατήρηση του Μπέρτραντ Ράσελ, οι ευφυείς άνθρωποι είναι πάντα γεμάτοι αμφιβολία ενώ οι βλάκες γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Αν αυτός που ζητάει την ψήφο μας είναι ορμητικός και γεμάτος σιγουριά για το πλάνο και τις ικανότητές του, αυτό θα πρέπει να μας ψυλλιάσει – μάλλον πρόκειται περί ηλιθίου. Όπως είπε ο Λ. Χάνιν «ο κάθε βλάκας έχει ένα δικό του σχέδιο για να σώσει την πατρίδα του». Οι άνθρωποι με σχέδιο και γνώση πρώτα επικοινωνούν το πρόγραμμά τους και μετά τον εαυτό τους. Οι φελλοί κάνουν το αντίθετο. Κάποιες μάλιστα φορές αποδεικνύεται ότι δεν είχαν ποτέ τους κανένα πρόγραμμα – αλλά όταν ξεσκεπαστούν είναι ήδη πολύ αργά για την κοινωνία.
  • Ο βλάκας δεν έχει συναίσθηση της βλακείας του, σε αντίθεση με αρκετούς έξυπνους που έχουν συνεχώς αμφιβολίες για τις ικανότητές τους (και αυτή είναι συχνά η κινητήρια δύναμη για την αυτοβελτίωσή τους). Αν κάτι δεν του πάει καλά, φταίνε πάντα οι άλλοι. Ο βλάκας πολιτευόμενος δεν μαθαίνει από τα λάθη του και είναι απρόσβλητος στις παρατηρήσεις των άλλων, παραμένει πεισματικά προσηλωμένος στα πιστεύω και τα σχέδιά του. Αυτήν την προσήλωση πολύ συχνά η κοινωνία την θαυμάζει, υπάρχουν πολιτικές καριέρες που χτίστηκαν λόγω αγύριστου κεφαλιού.
  • Κατά τον Χαριτόπουλο, ο βλάκας με φιλοδοξίες και έπαρση είναι απλά γελοίος. Φαντασιώνεται τον προσωπικό του θρίαμβο πέραν κάθε λογικής και της ατομικής του αξίας και εκτίθεται ολοένα και περισσότερο, δεν συμμαζεύεται. Στη δίψα του για αναγνώριση και επιβεβαίωση καταντάει γραφικός. Στην Ελλάδα, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, ακόμα και οι γραφικοί μπορεί να εκλεγούν κάποια στιγμή.
  • Ο προσδιορισμός της ταυτότητας ενός πολιτευόμενου μέσω της μέχρι αηδίας επίκλησης των παραδοσιακών αξιών και θεσμών (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, κλπ) είναι πάντα ύποπτο να κρύβει δόλο ή απύθμενη βλακεία. Παραδόξως, ο προσδιορισμός της πολιτικής ταυτότητας μέσω της αντίθετης θέσης (αντι-θρησκεία, αντι-πατρίδα π.χ.) είναι εξίσου ύποπτος για τους ίδιους λόγους. Ο βλάκας νιώθει πάντοτε άνετα μέσα σε άκαμπτες ιδεολογίες και δομές, αλλά όταν στέκεται επικριτικά απέναντί τους το κάνει για να ψαρέψει σε θολά νερά ως δήθεν εκφραστής της κοινωνικής και πνευματικής πρωτοπορίας.
  • Κατά τον Χαριτόπουλο, ο βλάκας χρησιμοποιεί την κολακεία για να πετύχει τους σκοπούς του και την αποζητά ως δέκτης με όλες του τις δυνάμεις. Ο βλάκας πολιτευόμενος επιλέγει τον στόχο του και αρχίζει να τον κολακεύει ασύστολα. Ο συνήθης στόχος είναι διαχρονικά οι νέοι. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα έχουμε τους καλύτερους νέους και οι πολιτικοί μας τους έχουν πάντα στο επίκεντρο των δράσεών τους. Γι’ αυτό άλλωστε και τους εξάγουμε σε τέτοιες ποσότητες.
  • Ο ηλίθιος πολιτικός, όσο είναι αγενής και εξουσιαστικός με όσους θεωρεί κατώτερούς του, άλλο τόσο είναι ενστικτωδώς δουλοπρεπής απέναντι στους ανθρώπους που νιώθει ισχυρούς. Στον αντίποδα, ο κακοποιός πολιτικός δεν το κάνει από ένστικτο αλλά από προσεκτικό υπολογισμό. Κατά συνέπεια, οι ισχυροί που κάνουν μπίζνες με τους πολιτικούς αποφεύγουν να τις κάνουν με τους βλάκες και προτιμούν τους αδίστακτους. Έτσι, γύρω από τους βλάκες της πολιτικής θα υπάρχουν μόνο οι μικροαπατεώνες της διαπλοκής – γύρω από τα λαμόγια της πολιτικής όμως θα βρει κανείς την κατ’εξοχήν διαπλοκή.
  • Σύμφωνα με τον Λεμπέση, οι βλάκες συσπειρώνονται. Το αυτό ισχύει και για την πολιτική. Είτε σε επίπεδο αυτοδιοικητικών παρατάξεων είτε σε επίπεδο κομμάτων, είναι η δημιουργία κλίκας, «αγέλης», που δίνει στον ηλίθιο την ασφάλεια, την ενθάρρυνση και την επιβεβαίωση που έχει ανάγκη. Σε αυτήν την ζεστή αγκαλιά, «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Ο βλάκας είναι ανεπίδεκτος κριτικής και αντιδρά υστερικά σε αυτήν και όσους την εκφράζουν. Ομοίως αντιδρά και στη διαφορετική άποψη. Κλεισμένος ωστόσο μέσα στον μικρόκοσμο της παρέας του αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματική του θέση στα πράγματα και σοκάρεται όταν οι απ’ έξω διαφωνούν μαζί του. Ευτυχώς γι’ αυτόν, η ομήγυρή του είναι πάντα εκεί να τον καθησυχάσει και να τον υπερασπιστεί απέναντι σε κάθε λογική παρατήρηση που κατά λάθος θα βρεθεί στον δρόμο του.
  • Ο βλάκας δεν διαλέγεται με άλλους, εμμένει στην θέση του. Σύμφωνα με τον Δασκαλόπουλο θεραπεία της βλακείας είναι «ο διάλογος σε περιβάλλον ελευθερίας». Και συνεχίζει: “αυτό απαιτεί νηφαλιότητα, ανεκτικότητα, άρνηση του κάθε φανατισμού. Απαιτεί αναζήτηση της αλήθειας έστω κι αν αυτό είναι εναντίον του συμφέροντος μας”. Οι ιδιότητες αυτές στους συνομιλητές του είναι ύποπτες στα μάτια του ηλίθιου. Βλέπει από πίσω εχθρούς και αντίπαλα συμφέροντα. Διότι γι’ αυτόν, πάντα κατά τον Δασκαλόπουλο, «σκοπός είναι η αποδοχή ή η επιβολή της θέσης του και όχι η αποδοχή μίας νέας πρότασης που προκύπτει από τη θεώρηση του ευρύτερου πλέγματος των σχέσεων».
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος παίρνει πολύ συχνά ακραίες θέσεις και λατρεύει τις γενικεύσεις, τις κοινοτυπίες και τα κλισέ. Όλα αυτά δηλαδή που είναι θεμελιώδη στον λαϊκισμό. Έτσι, ως γνωστόν, οι Γερμανοί είναι συλλήβδην ιμπεριαλιστές, οι Άγγλοι γκέϊ, οι μετανάστες τζιχαντιστές κοκ. Ο βλάκας επίσης προσβάλλει σε κάθε ευκαιρία τη διαφορετικότητα στους ανθρώπους (σεξουαλικές επιλογές, καταγωγή κλπ). Τις χοντράδες του τις προβάλλει ως ένδειξη του αυθεντικού του χαρακτήρα, και τον εαυτό του ως φορέα αντίστασης στην υπερβολή της πολιτικής ορθότητας. Στην πραγματικότητα βγάζει απλά τα συμπλέγματα που τον κατατρώνε. Κοροϊδεύει και γελά με τους άλλους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει χιούμορ. Ο άνθρωπος που έχει αίσθηση του χιούμορ συνήθως αυτοσαρκάζεται. Ο βλάκας όμως παίρνει τον εαυτό του πολύ πολύ σοβαρά. Ο βλάκας πολιτικός, ακόμα περισσότερο.
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος είναι κατ’ εξοχήν πονηρός. Είναι θρασύδειλος, προκαλεί εκ του ασφαλούς και όταν πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μίας κατά μέτωπο αντιπαράθεσης κάνει πίσω για να προκαλέσει όμως και πάλι στο επόμενο λεπτό. Είναι συκοφάντης. Επικοινωνεί την αλητεία του με υπονοούμενα και μετά υποστηρίζει ότι παρεξηγήθηκαν οι αγνές προθέσεις του. Είναι φθονερός και δολοπλόκος απέναντι στους πραγματικούς και μη αντιπάλους του.
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος είναι πάντα επιφυλακτικός απέναντι στους άλλους επειδή είναι σίγουρος ότι έχουν ιδιοτελή κίνητρα αντίστοιχα με τα δικά του – αυτός είναι ο τρόπος του να ερμηνεύει την πραγματικότητα. Ομοίως, είναι κουμπωμένος απέναντι στους αποδεδειγμένα ειδικούς αφού πιστεύει ακράδαντα ότι ο ίδιος έτσι κι αλλιώς τα ξέρει όλα καλύτερα. Είναι καχύποπτος απέναντι στην επιστήμη και ψάχνει διαρκώς τις «κρυμμένες» αλήθειες που ταιριάζουν με την κοσμοθεωρία του. Συνεπώς είναι πάντα έτοιμος να πιστέψει οποιαδήποτε εξωφρενική θεωρία (συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, αντιεμβολιαστικό κίνημα, αντιεπιστημονικές θεραπείες, άρνηση κλιματικής αλλαγής, κλπ) συμφωνεί με την δική του εναλλακτική, δήθεν «ψαγμένη» θεώρηση στα πράγματα. (Δυστυχώς για την ανθρωπότητα, πάντα υπάρχουν κάποιοι που στο όνομα του κέρδους παραποιούν την αλήθεια ή παραβιάζουν την δεοντολογία και κάθε τρεις και λίγο ανακοινώνουν κάποια μεγαλειώδη «επιστημονική» αρλούμπα).  Ο σκέτος βλάκας όλους αυτούς που εμπιστεύονται την επιστήμη τους αποκαλεί πρόβατα, κορόιδα. Ο βλάκας πολιτικός από την άλλη, συνήθως την άποψή του για την επιστήμη ξέρει να την κρύβει καλά. Εκτός αν του ξεφύγει και τη δημοσιοποιήσει. Αλλά γι’ αυτό έχει αποφανθεί όπως είδαμε ο τρίτος θεμελιώδης νόμος της βλακείας.
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος δεν οραματίζεται – απλά αντιγράφει. Είναι μάστορας της πνευματικής κλοπής αλλά τον προδίδει η ανικανότητά του να προσαρμόσει τις κλεμμένες ιδέες στο πλαίσιο της πραγματικότητας του τόπου του. Και το φόρτε του είναι τα μεγαλεπήβολα σχέδια. Αν χρειαστεί, θα τάξει ΚΑΙ γιοφύρια ΚΑΙ ποτάμια.
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος, κρυφά ή φανερά, θαυμάζει τους τύραννους της πολιτικής και της Ιστορίας, θεωρητικά για όλες τις άλλες αρετές τους εκτός του δεσποτισμού τους. Στην πραγματικότητα, όμως, τους θαυμάζει κυρίως γι’ αυτόν. Ομοίως, θαυμάζει τους βλάκες πολιτικούς ηγέτες – και πάλι για τις υπόλοιπες αρετές τους πλην της πανθομολογούμενης βλακείας τους. Αυτοί είναι τα πραγματικά του ινδάλματα.
  • Ο βλάκας πολιτευόμενος δεν καταλαβαίνει την έννοια της ανιδιοτελούς κοινωνικής προσφοράς. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ένας άνθρωπος θέλει να προσφέρει δωρεάν αγαθά και υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Ο ίδιος μπορεί να μιμηθεί την αγαθοεργία βέβαια, αρκεί να περιμένει κάτι σε αντάλλαγμα. Έτσι, αν θέλουμε να ξέρουμε τι καπνό φουμάρει ο επόμενος σωτήρας μας αρκεί να αναρωτηθούμε: τι έχει διαθέσει αυτός για την κοινότητα -πλην της προεκλογικής περιόδου- τα τελευταία χρόνια; (Διευκρίνιση για τους πονηρούληδες: εξαιρούνται κατηγορηματικά τόσο το επάγγελμα από το οποίο βιοπορίζεται όσο και το σκόρπισμα δημόσιου χρήματος)
  • Τέλος, οι ναζί και οι συμπαθούντες τους ναζί είναι εξ ορισμού βλάκες. Συνεπώς, εδώ δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση.

Κλείνω με την απόδοση ενός αποφθέγματος του αμερικανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Jack McDevitt: «Δεν είναι οι ηλίθιοι υπεύθυνοι για ό,τι κάνουν. Οι πραγματικά υπεύθυνοι είναι οι έμφρονες που κάθονται στα αβγά τους ενώ οι βλάκες ξεσαλώνουν».

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s