Μια μοναδική ιστορία

Τραβιέσαι από το σκοτάδι, ξυπνάς, ανοίγεις τα μάτια.

Βλέπεις το δωμάτιο γύρω σου, αντικείμενα μέσα στην ασάφεια

του φωτός και του σκοταδιού,

το σκοτάδι που υποχωρεί, το φως που μπαίνει από τις γρίλιες,

το φως που σε πλημμυρίζει.

Προσπαθείς να αντιληφθείς αν είναι όνειρο,

γρήγορα καταλαβαίνεις ότι δεν έχει σημασία,

παίρνεις μια βαθιά αναπνοή.

Ζεις.

Σηκώνεσαι από το κρεβάτι, κάνεις τα πρώτα σου βήματα,

νιώθεις το κρύο δάπεδο στα πέλματά σου,

ρίχνεις νερό στο πρόσωπό σου, νιώθεις τη θερμοκρασία,

νιώθεις τη βαρύτητα.

Ακούς την τριβή, γίνεται ήχος.

Αναρωτιέσαι, το ξεχνάς.

Σε μαγνητίζει η μυρωδιά του καφέ, η καυτή του άχνα μέσα στην πορσελάνη,

τα ευωδιαστά ζεστά κουλουράκια,

θέλεις να πιάσεις εκείνο το βάζο με τη σπιτική μαρμελάδα.

Σου βάζουν να φας, ένα χέρι σε αγγίζει,

νιώθεις να ζεις.

Βγαίνεις από το σπίτι, κατεβαίνεις τα σκαλιά,

αρχίζεις να τρέχεις, στην αυλή, στον δρόμο, στο πάρκο.

Αισθάνεσαι το σώμα σου ζωντανό,

ζητά να απελευθερώσει την ενέργειά του,

βάζεις κι άλλη δύναμη,

πιο γρήγορα, πιο δυνατά.

Σκοντάφτεις και πέφτεις κάτω. Πονάς.

Μένεις εκεί για λίγη ώρα, ξανασηκώνεσαι,

δε νιώθεις πια το χτύπημα παρά μόνο περισσότερη δύναμη,

συνεχίζεις, χαίρεσαι που τα κατάφερες.

Κάποιος σου κλείνει τον δρόμο, σε κοιτάζει άγρια, φοβάσαι.

Σου λέει ότι απαγορεύεται να τρέχεις εκεί, θυμώνεις.

Θέλεις να τον σπρώξεις στην άκρη, δε θέλεις να τον ακουμπήσεις, θέλεις να φύγεις.

Σε χτυπά, πέφτεις κάτω, τον κοιτάζεις με μίσος, τον κοιτάζεις με απορία,

βάζεις τα κλάματα, βυθίζεσαι στη θλίψη, γαληνεύεις.

Τώρα νιώθεις καλύτερα ότι ζεις.

Λίγο πιο πέρα βλέπεις ένα παιδί, βγαίνεις από το μονοπάτι, πλησιάζεις.

Αναρωτιέσαι από πού έρχεται, ποιο είναι το όνομά του,

γρήγορα καταλαβαίνεις ότι δεν έχει σημασία,

παίζεις μαζί του, γελάς,

νιώθεις ελευθερία να κάνεις ό,τι σε ευχαριστεί,

νιώθεις την ελευθερία του να κάνει ό,τι το ευχαριστεί,

το αγκαλιάζεις, το αγαπάς, σε χρειάζεται.

Ένας ηλικιωμένος κύριος σκοντάφτει στο μονοπάτι,

στο σημείο που είχες πέσει.

Τρέχεις κοντά του, τον βοηθάς να σηκωθεί. Σε ευχαριστεί,

σου διηγείται την ιστορία του,

μια ζωή με χαρές και λύπες, ένα παραμύθι.

Έρχονται κι άλλοι άνθρωποι γύρω να ακούσουν, να διηγηθούν.

Κι εσύ νιώθεις ότι θέλεις να ζήσεις έτσι, να γνωρίσεις κι άλλες ζωές,

να συνδεθείς, να φτιάξεις κι εσύ μια ιστορία,

να γίνεις κι εσύ μια ιστορία.

Πιάνεις ένα πινέλο να ζωγραφίσεις, γεμίζεις με χρώματα

τους τοίχους του σπιτιού σου,

ζωγραφίζεις το σώμα σου.

Φυτεύεις ένα σποράκι στο χώμα, το ποτίζεις να μεγαλώσει,

να βγάλει κλωνάρια, μια κόκκινη ντομάτα,

ένα λουλούδι,

κρατάς μια κιθάρα, του τραγουδάς.

Δημιουργείς κάτι καινούριο, έχει ένα κομμάτι από σένα,

φυτεύεις μια ύπαρξη.

Αναπνέει κι αυτό μαζί σου, αρχίζει να ζει.

Πλησιάζει.

Νιώθεις ένα τσίμπημα, είναι γλυκό.

Το θέλεις πάλι, το θέλεις πιο πολύ.

Πλησιάζεις κι εσύ.

Το τσίμπημα γίνεται δόνηση, παλμός,

κόμπος στον λαιμό, σφίξιμο στο στομάχι, αναστεναγμός.

Ακόμα ένας.

Δεν έχεις ξανανιώσει ποτέ έτσι.

Εξαφανίζονται τα πάντα γύρω σου, ξυπνούν τα πάντα μέσα σου,

χορεύεις με τα χρώματα, μιλάς με τις μουσικές.

Νιώθεις την ενέργειά σου, τη δύναμή σου να μην έχει όρια.

Σε τραβά σε μια τροχιά ιλιγγιώδη, θέλεις να πετάξεις,

να εκτοξευθείς, να φτάσεις στον ήλιο,

να νιώσεις την έκρηξη.

Νιώθεις την έλξη, πλησιάζεις κι άλλο να ενωθείτε,

έχεις ανάγκη να γίνετε ένα.

Δυο ψυχές σε ένα σώμα,

δυο κορμιά σε μια ουσία.

Νιώθεις το σώμα σου πιο ζωντανό από ποτέ,

ζητά να απελευθερώσει την ενέργειά του,

θέλεις κι άλλη δύναμη,

πιο γρήγορα, πιο δυνατά.

Θέλεις όλη την ορμή, όλη την ένταση,

σε τραβά σε μια άβυσσο μεθυστική, άχρονη.

Αφήνεσαι.

Τώρα νιώθεις τη ζωή σε κάθε σου κύτταρο,

καταλαβαίνεις ότι μέχρι τώρα υπήρχες αλλά δεν είχες ζήσει.

Τρέχεις πάνω στη θάλασσα, κολυμπάς στον ουρανό,

έχεις νικήσει όλους τους νόμους,

τον χώρο , τον χρόνο, κάνεις άλματα στο κενό,

φτάνεις στον θεό.

Και ξαφνικά… χάνονται όλα.

Δεν έχεις να κρατηθείς από πουθενά, πέφτεις κάτω με κρότο.

Πονάς. Έτσι όπως δεν είχες ξαναπονέσει ποτέ.

Μένεις κάτω, δε νιώθεις αυτή τη δύναμη πια,

νιώθεις τις πληγές να σε σφάζουν.

Θέλεις να ξανασηκωθείς, να συνεχίσεις,

αυτή τη φορά όμως τις πληγές θα τις πάρεις μαζί σου.

Και τώρα πια καταλαβαίνεις ότι ζεις τη ζωή στο μεδούλι της,

ότι πλέον ζεις όσο το αντέχεις.

Συνεχίζεις τον δρόμο σου.

Δοκιμάζεις να τρέξεις μα δυσκολεύεσαι, κουβαλάς τις εμπειρίες,

τις πληγές, όλες αυτές τις ιστορίες.

Έχεις γίνει κι εσύ μια ιστορία.

Απολαμβάνεις την κάθε στιγμή.

Μια σειρά από στιγμές είναι και η ιστορία σου.

Λίγες στιγμές χρειάζεσαι για να περάσεις στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Βλέπεις το φορτηγό που έρχεται, βλέπεις και τον οδηγό που μιλάει στο τηλέφωνο,

βιάζεται να χωρέσει τόσες στιγμές σε μία, να νικήσει τον χρόνο.

Δε σε βλέπει.

Νιώθεις το αίμα να κυλά πάνω στη ζεστή άσφαλτο,

ακούς τους παλμούς σου να πέφτουν,

η μυρωδιά του καμμένου ελαστικού,

βλέπεις το φως μέσα από τα βλέφαρά σου,

το φως που σε πλημμυρίζει.

Έχεις καταλάβει ότι έζησες στο μέτρο που σου αναλογούσε μια ζωή γεμάτη,

δημιούργησες μια ακόμη μοναδική ιστορία.

Προσπαθείς να αντιληφθείς αν ήταν όνειρο, αν τώρα ξυπνάς,

γρήγορα καταλαβαίνεις ότι δεν έχει σημασία,

χαμογελάς…

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s